ἀνάγνωσμα — reading neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάγνωσμα — το (Α ἀνάγνωσμα) 1. ανάγνωση, διάβασμα 2. οτιδήποτε διαβάζεται (στα νεοελλ. κυρίως για λογοτεχνικά έργα) 3. (Εκκλ.) χωρίο, απόσπασμα εκκλησιαστικού κειμένου που διαβάζεται κατά τη θεία λειτουργία νεοελλ. 1. επιστημονικό σύγγραμμα που εκδίδεται εν … Dictionary of Greek
ἀναγνωσμάτων — ἀνάγνωσμα reading neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγνώσμασι — ἀνάγνωσμα reading neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγνώσμασιν — ἀνάγνωσμα reading neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγνώσματα — ἀνάγνωσμα reading neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγνώσματι — ἀνάγνωσμα reading neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγνώσματος — ἀνάγνωσμα reading neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδική λογοτεχνία — Aκόμα και ο ορισμός υπήρξε, στις αρχές του 20ού αι., το κέντρο οξύτατης πολεμικής. Θεωρητικά, δεν μπορεί να διακρίνει κάποιος με ακρίβεια την παιδική λογοτεχνία από τη λογοτεχνία για ενηλίκους, αν και υπάρχουν βέβαια ορισμένα βιβλία που… … Dictionary of Greek
анагносаньѥ — АНАГНОСАНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Чтение: Цр҃квны˫а же чины сице ѥ(с). зимѣ ѥ(с). •д҃• ка(ѳ) •в҃• же. сѣ(д). а лѣ(т) •в҃• ка(ѳ). а сѣ(д) •а҃• аногносаньи же аще не су(т) бра(т)˫а зело трудна. KB к. XIV, 295г; ἀνάγνωσις Срезн., I, 21; ἀνάγνωσμα Soph., 136 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)